- φακίρης
- οπληθ. -ηδες, θηλ. -ισσα (λ. αραβ.)1. Ινδός ασκητής που εκτελεί διάφορα υπερφυσικά πειράματα: Ο φακίρης τρύπησε την κοιλιά του με ξίφος χωρίς να στάξει αίμα, το έβγαλε κι ύστερα έκανε άλλες επιδείξεις.2. μάγος, θαυματοποιός.3. άνθρωπος μοιρολάτρης, αδρανής, χωρίς δραστηριότητα (σ' αυτή την έννοια σχηματίζεται και θηλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.